Sunday, April 29, 2007

"My bones hold a stillness,the far Fields melt my heart"

-"Θα αλλάξω,θα δεις.Βαρέθηκα πια".
Λίγα λόγια,φθαρμένα,που οφείλουν τον όποιον εντυπωσιασμό στην παραφορά της στιγμής που τα προκάλεσε.
Δεν αμφιβάλλω,ωστόσο,για την εντιμότητα των προθέσεων που φανερώνουν οι δηλώσεις αυτού του είδους.Απλά τείνω να τις αποδέχομαι πλέον ως κομμάτι της απόδοσης ενός ρόλου και τίποτε παραπάνω.
Μου ήταν δύσκολο να αποθαρρύνω τη συντροφιά μου που αδυνατούσε να δει πως δεν είναι ο φόβος και η συνήθεια τα μοναδικά γυμνά ντουβάρια που ορθώνονται ολόγυρά μας για να εντείνουν την ηχώ μιας σκυφτής ζωής,αλλά και τα ίδια μας τα περιγράμματα.
Τα αδυσώπητα όρια του καθενός από εμάς τα οποία,μοιάζοντας με απαντήσεις που γυρεύουν τα ερωτήματά τους,μας εμποδίζουν να περπατήσουμε σε απάτητα μονοπάτια.
Ευτυχώς είναι η πραγματικότητα αυτή που προλαβαίνει πάντα το απαισιόδοξο επιμύθιο,επιφυλάσσοντας,έστω και σπάνια,στιγμές ψυχικού μεγαλείου,στιγμές εξαιρετικής διαύγειας και πολυπόθητης γαλήνης,οι οποίες μας κάνουν να βλέπουμε λίγο καθαρότερα και να ανοίγουμε πού και πού την πόρτα της φυλακής μας.
Θα συνεχίζαμε την κουβέντα μας,όμως έδειχνε μαγευτικό το δειλινό και το άφθονο αλκοόλ γρήγορα μας χάρισε τη λήθη των διαφωνιών μας και το συνωμοτικό γέλιο.
Ένα γέλιο που ηχούσε σαν μια δέσμη κλειδιών,από χρόνια σκουριασμένων.

Sunday, April 22, 2007

"Hope" is the thing with feathers

"Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια".
Τον επισκέπτομαι ξανά και ξανά,με την ίδια συχνότητα που με κλονίζει η αμφιβολία διαβάζοντας αυτόν τον στίχο.Ίσως επειδή πάντα βρίσκομαι ένα στάδιο πριν αυτή(η ελπίδα) εκπνεύσει,εκεί που φύεται ο ρομαντισμός.
Στις εσχατιές των λειμώνων της,όπου ανθεί το ανεκπλήρωτο.
Όμως εκείνο το πρωί ήθελα να διατρέξω αυτές τις εκτάσεις,όχι απλά να τις ατενίζω,αποκομίζοντας έτσι μια εύθυμη εντύπωση απέραντης ζωής.
Τότε που καίτοι κλινήρης,ένιωθα ευγνωμοσύνη για τη λιγοστή θέρμη που μου χάριζε ο αδύναμος πρωινός ήλιος,καθώς λίγο λίγο γέμιζε με το φως του το κρύο δωμάτιο.Έχοντας στρέψει το βλέμμα στο ολάνθιστο κηπάριο του νοσοκομείου προσπαθούσα να μη σκέφτομαι το δέρμα μου,ακόμα λαμπερό και σφιχτό,να σκίζεται από την κοφτερή λεπίδα.
Φοβισμένος και λυπημένος συνάμα έβλεπα έξω την Άνοιξη βιαστική,να μην περιμένει κανέναν.Από το ανοιχτό παράθυρο μπορούσα να μυρίσω το χαμομήλι οικτίροντας εκείνη την στιγμή τον εαυτό μου που χαράμισα το καλοκαίρι μου ενώ είναι ακόμη Μάης.

Παρατηρούσα τώρα,ζαλισμένος, τις αχτίδες του ήλιου που τρύπωναν ανάμεσα στη φυλλωσιά των δέντρων προκαλώντας το ζωηρό παιχνίδισμα του φωτός.
Και αυτό το μικρό λαμπύρισμα φάνταζε σαν μια υπόσχεση που δόθηκε αμυδρή,διστάζοντας σαν ελπίδα.


(Ο τίτλος δανεισμένος από ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον.
Στο κείμενο υπάρχουν λόγια του Μανόλη Αναγνωστάκη,του Μπερνάρντο Σοάρες και του Τζωρτζ Μπάυρον).